Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

obiettivàre (ρ. μτβ.) obliteratóre (επίθ.)
obiettivarsi (ρ.μ. (αντων.)) obliteratrìce (θηλ.ουσ)
obiettivìsmo (ουσ αρσ ) obliterazióne (θηλ.ουσ)
obiettività (θηλ.ουσ) oblò (ουσ αρσ )
obiettìvo (ουσ αρσ ) oblùngo (επίθ.)
obiettìvo (επίθ.) obnubilaménto (ουσ αρσ )
obiettóre (ουσ αρσ ) obnubilàre (ρ. μτβ.)
obiezióne (θηλ.ουσ) obnubilàto (επίθ.)
òbito (ουσ αρσ ) obnubilazióne (θηλ.ουσ)
obitòrio (ουσ αρσ ) òboe (ουσ αρσ )
oblàta (θηλ.ουσ) oboìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
oblàto (ουσ αρσ ) òbolo (ουσ αρσ )
oblatóre (ουσ αρσ ) obsolescènte (επίθ.)
oblatòrio (επίθ.) obsolescènza (θηλ.ουσ)
oblazióne (θηλ.ουσ) obsolèto (επίθ.)
obliàbile (επίθ.) òca (θηλ.ουσ)
obliàre (ρ. μτβ.) ocàggine (θηλ.ουσ)
obliarsi (ρ.μ. (αντων.)) ocarìna (θηλ.ουσ)
oblìo (ουσ αρσ ) occasionàle (επίθ.)
oblióso (επίθ.) occasionalménte (επίρ.)
obliquaménte (επίρ.) occasionàre (ρ. μτβ.)
obliquàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) occasióne (θηλ.ουσ)
obliquità (θηλ.ουσ) occàso (αρσ. επίθ και ουσ)
oblìquo (επίθ.) occhiàccio (ουσ αρσ )
obliteràre (ρ. μτβ.) occhiàia (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: