Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


obiettìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [objetˈtivo]

1 (scopo) ο στόχος
2 fotografia ο φακός

obiettìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [objetˈtivo]

αντικειμενικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  obiettività obiettore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

obiettivamente (επίρ.)
obiettivare (ρ. μτβ.)
obiettivarsi (ρ.μ. (αντων.))
obiettivismo (ουσ αρσ )
obiettività (θηλ.ουσ)
obiettivo (ουσ αρσ )
obiettivo (επίθ.)
obiettore (ουσ αρσ )
obiezione (θηλ.ουσ)
obito (ουσ αρσ )
obitorio (ουσ αρσ )
oblata (θηλ.ουσ)
oblato (ουσ αρσ )
oblatore (ουσ αρσ )
oblatorio (επίθ.)
oblazione (θηλ.ουσ)
obliabile (επίθ.)
obliare (ρ. μτβ.)
obliarsi (ρ.μ. (αντων.))
oblio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---