Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


obliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [obliˈare]

1 αλησμονώ
2 ξαστοχώ
3 ξεχνώ
4 λησμονώ

obliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [obliˈarsi]

1 απορροφούμαι σε κάτι
2 ξεχνιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  obliabile oblio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oblato (ουσ αρσ )
oblatore (ουσ αρσ )
oblatorio (επίθ.)
oblazione (θηλ.ουσ)
obliabile (επίθ.)
obliare (ρ. μτβ.)
obliarsi (ρ.μ. (αντων.))
oblio (ουσ αρσ )
oblioso (επίθ.)
obliquamente (επίρ.)
obliquare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
obliquità (θηλ.ουσ)
obliquo (επίθ.)
obliterare (ρ. μτβ.)
obliteratore (επίθ.)
obliteratrice (θηλ.ουσ)
obliterazione (θηλ.ουσ)
oblò (ουσ αρσ )
oblungo (επίθ.)
obnubilamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---