Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoblùngo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [oˈblungo] 1 μακρουλός 2 μακρόστενος 3 στενόμακρος 4 επιμήκης 5 προμήκης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |