Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόobsolescènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [obsoleʃˈʃɛntsa] 1 κατάργηση 2 σαραβάλιασμα 3 αχρήστευση από παλαιότητα 4 αχρηστία 5 βαθμιαία αχρήστευση 6 αχρήστευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |