Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òboe  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔboe]

1 όμποε
2 οξύαυλος
3 οξυβόας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  obnubilazione oboista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oblungo (επίθ.)
obnubilamento (ουσ αρσ )
obnubilare (ρ. μτβ.)
obnubilato (επίθ.)
obnubilazione (θηλ.ουσ)
oboe (ουσ αρσ )
oboista (ουσ αρσ και θηλ.)
obolo (ουσ αρσ )
obsolescente (επίθ.)
obsolescenza (θηλ.ουσ)
obsoleto (επίθ.)
oca (θηλ.ουσ)
ocaggine (θηλ.ουσ)
ocarina (θηλ.ουσ)
occasionale (επίθ.)
occasionalmente (επίρ.)
occasionare (ρ. μτβ.)
occasione (θηλ.ουσ)
occaso (αρσ. επίθ και ουσ)
occhiaccio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---