Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόòca
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈɔka] η χήνα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαavere la pelle d'oca = ανατριχιάζω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |