Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόocchialìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [okkjaˈlino] 1 κιάλια όπερας 2 μονόκλ 3 φασαμέν 4 διόπτρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |