Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


occàso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [okˈkazo]

1 ηλιόγερμα
2 λιόγερμα
3 δύση του ήλιου
4 ηλιοβασίλεμα
5 δύση
6 βασίλεμα
7 γέρμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  occasione occhiaccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ocarina (θηλ.ουσ)
occasionale (επίθ.)
occasionalmente (επίρ.)
occasionare (ρ. μτβ.)
occasione (θηλ.ουσ)
occaso (αρσ. επίθ και ουσ)
occhiaccio (ουσ αρσ )
occhiaia (θηλ.ουσ)
occhialaio (ουσ αρσ )
occhialetto (ουσ αρσ )
occhiali (ουσ αρσ πληθ.)
occhialino (ουσ αρσ )
occhialuto (επίθ.)
occhiata (θηλ.ουσ)
occhiato (επίθ.)
occhiazzurro (επίθ.)
occhiceruleo (επίθ.)
occhieggiare (ρ.αμτβ.)
occhieggiare (ρ. μτβ.)
occhiellaia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---