Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόòbolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɔbolo] 1 οβολός (αρχαίο ελληνικό νόμισμα ίσο με 1/6 αρχαίας δραχμής) 2 μικρή προσφορά 3 προσφορά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |