Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoblatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oblaˈtore] 1 πλειοδότης 2 προσφέρων σε πλειοδοσία 3 χορηγός 4 δότης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |