Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόobliquità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [oblikwiˈta] 1 απόκλιση από καθετότητα 2 γωνία εκλειπτικής 3 πλαγιότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |