ItalianoGreco


obiettivàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [objettiˈvare]

1 εξωτερικεύω αντικειμενικά
2 αντικειμενοποιώ

obiettivarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [objettiˈvarsi]

1 παίρνω αντικειμενική άποψη
2 στέκομαι αντικειμενικά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---