Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òbice  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔbiʧe]

1 οβίδα
2 οβιδοβόλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  obeso obiettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oberare (ρ. μτβ.)
oberato (επίθ.)
obesità (θηλ.ουσ)
obeso (ουσ αρσ )
obeso (επίθ.)
obice (ουσ αρσ )
obiettare (ρ.αμτβ.)
obiettivamente (επίρ.)
obiettivare (ρ. μτβ.)
obiettivarsi (ρ.μ. (αντων.))
obiettivismo (ουσ αρσ )
obiettività (θηλ.ουσ)
obiettivo (ουσ αρσ )
obiettivo (επίθ.)
obiettore (ουσ αρσ )
obiezione (θηλ.ουσ)
obito (ουσ αρσ )
obitorio (ουσ αρσ )
oblata (θηλ.ουσ)
oblato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---