Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόobiettóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [objetˈtore] ο αντιρρησίας permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαobiettore [αρσ.] di coscienza = ο αντιρρησίας συνειδήσεως Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |