ItalianoGreco


obèso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈbɛzo]

1 παχύσαρκο άτομο
2 χοντρός
3 χοντρομπαλάς

obèso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oˈbɛzo]

1 παχύς
2 πολύσαρκος
3 σαρκώδης
4 εύσαρκος
5 παχύσαρκος
6 παχύσωμος
7 τετράπαχος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---