Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


obelìsco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [obeˈlisko]

ο οβελίσκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  obbrobrioso oberare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

obbligo (ουσ αρσ )
obbrobrio (ουσ αρσ )
obbrobriosamente (επίρ.)
obbrobriosità (θηλ.ουσ)
obbrobrioso (επίθ.)
obelisco (ουσ αρσ )
oberare (ρ. μτβ.)
oberato (επίθ.)
obesità (θηλ.ουσ)
obeso (ουσ αρσ )
obeso (επίθ.)
obice (ουσ αρσ )
obiettare (ρ.αμτβ.)
obiettivamente (επίρ.)
obiettivare (ρ. μτβ.)
obiettivarsi (ρ.μ. (αντων.))
obiettivismo (ουσ αρσ )
obiettività (θηλ.ουσ)
obiettivo (ουσ αρσ )
obiettivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---