Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


obbrobriosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [obbrobrjosiˈta]

1 ρύπος
2 ντροπή
3 όνειδος
4 τερατούργημα
5 μεγάλη ντροπή
6 αισχύνη
7 αίσχος
8 κακοήθεια
9 ατιμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  obbrobriosamente obbrobrioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

obbligazione (θηλ.ουσ)
obbligazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
obbligo (ουσ αρσ )
obbrobrio (ουσ αρσ )
obbrobriosamente (επίρ.)
obbrobriosità (θηλ.ουσ)
obbrobrioso (επίθ.)
obelisco (ουσ αρσ )
oberare (ρ. μτβ.)
oberato (επίθ.)
obesità (θηλ.ουσ)
obeso (ουσ αρσ )
obeso (επίθ.)
obice (ουσ αρσ )
obiettare (ρ.αμτβ.)
obiettivamente (επίρ.)
obiettivare (ρ. μτβ.)
obiettivarsi (ρ.μ. (αντων.))
obiettivismo (ουσ αρσ )
obiettività (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---