Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òbbligo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔbbligo]

η υποχρέωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  obbligazionista obbrobrio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


scuola [θηλ.] dell'obbligo = το υποχρεωτικό σχολείο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

obbligatorietà (θηλ.ουσ)
obbligatorio (επίθ.)
obbligazionario (επίθ.)
obbligazione (θηλ.ουσ)
obbligazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
obbligo (ουσ αρσ )
obbrobrio (ουσ αρσ )
obbrobriosamente (επίρ.)
obbrobriosità (θηλ.ουσ)
obbrobrioso (επίθ.)
obelisco (ουσ αρσ )
oberare (ρ. μτβ.)
oberato (επίθ.)
obesità (θηλ.ουσ)
obeso (ουσ αρσ )
obeso (επίθ.)
obice (ουσ αρσ )
obiettare (ρ.αμτβ.)
obiettivamente (επίρ.)
obiettivare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---