Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόobesità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [obeziˈta] 1 πολυσαρκία 2 παχύτητα 3 ευσαρκία 4 παχυσαρκία 5 πάχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |