Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


obbrobrióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [obbroˈbrjoso], [obbroˈbrjozo]

1 καβδιανός
2 ελεεινός
3 ατιμωτικός
4 φοβερός
5 τρομακτικός
6 φρικαλέος
7 σιχαμερός
8 αισχρός
9 ντροπιαστικός
10 επονείδιστος
11 επαίσχυντος
12 υβριστικός
13 άτιμος
14 κακόφημος
15 αχρείος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  obbrobriosità obelisco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

obbligazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
obbligo (ουσ αρσ )
obbrobrio (ουσ αρσ )
obbrobriosamente (επίρ.)
obbrobriosità (θηλ.ουσ)
obbrobrioso (επίθ.)
obelisco (ουσ αρσ )
oberare (ρ. μτβ.)
oberato (επίθ.)
obesità (θηλ.ουσ)
obeso (ουσ αρσ )
obeso (επίθ.)
obice (ουσ αρσ )
obiettare (ρ.αμτβ.)
obiettivamente (επίρ.)
obiettivare (ρ. μτβ.)
obiettivarsi (ρ.μ. (αντων.))
obiettivismo (ουσ αρσ )
obiettività (θηλ.ουσ)
obiettivo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---