Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόobbligatorietà
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [obbligatorjeˈta] 1 καταναγκασμός 2 αναγκασμός 3 εξαναγκασμός 4 υποχρεωτικότητα 5 υποχρέωση 6 δέσμευση 7 πειθαναγκασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |