Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


obbligàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [obbliˈgato]

1 δεσμευμένος συμβατικά
2 πρόσωπο που θέτει εαυτόν υπό νομική υποχρέωση

obbligàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [obbliˈgato]

1 κατάκοιτος
2 υποχρεωμένος
3 καθηλωμένος
4 υποχρεωτικά ακολουθούμενος (στη μουσική κλπ)
5 υποχρεωμένος από ευγνωμοσύνη
6 έγκλειστος
7 εξαναγκασμένος
8 υποχρεωμένος
9 αναγκασμένος
10 δεσμευμένος
11 πειθαναγκασμένος
12 καταναγκασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  obbligatario obbligatorietà  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

obbligante (επίθ.)
obbligare (ρ. μτβ.)
obbligarsi (ρ.μ. (αντων.))
obbligatamente (επίρ.)
obbligatario (ουσ αρσ )
obbligato (ουσ αρσ )
obbligato (επίθ.)
obbligatorietà (θηλ.ουσ)
obbligatorio (επίθ.)
obbligazionario (επίθ.)
obbligazione (θηλ.ουσ)
obbligazionista (ουσ αρσ και θηλ.)
obbligo (ουσ αρσ )
obbrobrio (ουσ αρσ )
obbrobriosamente (επίρ.)
obbrobriosità (θηλ.ουσ)
obbrobrioso (επίθ.)
obelisco (ουσ αρσ )
oberare (ρ. μτβ.)
oberato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---