Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nònno (ουσ αρσ ) nòrma (θηλ.ουσ)
nonnùlla (ουσ αρσ ) normàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nòno (τακτ. αριθμ. επίθ.) normalità (θηλ.ουσ)
nonostànte (πρόθ.) normalizzàre (ρ. μτβ.)
nonostànte (σύνδ.) normalizzazióne (θηλ.ουσ)
nonpertànto (σύνδ.) normalménte (επίρ.)
nonsènso (ουσ αρσ ) Normandìa (κύρ.όν. θηλ.)
nontiscordardimé (ουσ αρσ ) normànno (αρσ. επίθ και ουσ)
nonviolènza (θηλ.ουσ) normatìva (θηλ.ουσ)
norcinerìa (θηλ.ουσ) normatività (θηλ.ουσ)
norcìno (αρσ. επίθ και ουσ) normatìvo (επίθ.)
nòrd (αρσ. επίθ και ουσ) normògrafo (ουσ αρσ )
nordafricàno (αρσ. επίθ και ουσ) norvegése (ουσ αρσ και θηλ.)
nordamericàno (αρσ. επίθ και ουσ) norvegése (επίθ.)
nordatlàntico (επίθ.) Norvègia (θηλ.ουσ)
nordèst, nord–èst (ουσ αρσ ) nosocomiàle (επίθ.)
nordeuropèo (αρσ. επίθ και ουσ) nosocòmio (ουσ αρσ )
nòrdico (ουσ αρσ ) nosofobìa (θηλ.ουσ)
nòrdico (επίθ.) nosografìa (θηλ.ουσ)
nordìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) nosogràfico (επίθ.)
nord–òvest (ουσ αρσ ) nosologìa (θηλ.ουσ)
nord–òvest (επίθ.) nosològico (επίθ.)
nordvietnamìta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) nosomanìa (θηλ.ουσ)
nòria (θηλ.ουσ) nossignóre (επίρ.)
Norimbèrga (κύρ.όν. θηλ.) nostalgìa (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: