Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nòrd  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɔrd]

βορράς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  norcino nordafricano  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a nord di = βορείως του || del nord = βορείος [-α, -ο] || esposto a nord = βορινός [-ή, -ό] || Nord [αρσ.] America [θηλ.] = η Βόρεια Αμερική || Polo [αρσ.] Nord = ο Βόρειος Πόλος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nonsenso (ουσ αρσ )
nontiscordardimé (ουσ αρσ )
nonviolenza (θηλ.ουσ)
norcineria (θηλ.ουσ)
norcino (αρσ. επίθ και ουσ)
nord (αρσ. επίθ και ουσ)
nordafricano (αρσ. επίθ και ουσ)
nordamericano (αρσ. επίθ και ουσ)
nordatlantico (επίθ.)
nordest, nord–est (ουσ αρσ )
nordeuropeo (αρσ. επίθ και ουσ)
nordico (ουσ αρσ )
nordico (επίθ.)
nordista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nord–ovest (ουσ αρσ )
nord–ovest (επίθ.)
nordvietnamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
noria (θηλ.ουσ)
Norimberga (κύρ.όν. θηλ.)
norma (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---