nonsènso
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [,nonˈsɛnso]
1 μωρία
2 ατοπία
3 παραδοξολογία
4 παραδοξολόγημα
5 ατόπημα
6 βλακεία
7 ανοησία
8 παραλογισμός
9 μπουρμπουλήθρες
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [,nonˈsɛnso]
1 μωρία
2 ατοπία
3 παραδοξολογία
4 παραδοξολόγημα
5 ατόπημα
6 βλακεία
7 ανοησία
8 παραλογισμός
9 μπουρμπουλήθρες
permalink
nonsenso (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android