Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


norcìno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [norˈʧino]

1 χασάπης γουρουνιών
2 ευνουχιστής γουρουνιών
3 άντρας από τη Νόρτσια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  norcineria nord  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nonpertanto (σύνδ.)
nonsenso (ουσ αρσ )
nontiscordardimé (ουσ αρσ )
nonviolenza (θηλ.ουσ)
norcineria (θηλ.ουσ)
norcino (αρσ. επίθ και ουσ)
nord (αρσ. επίθ και ουσ)
nordafricano (αρσ. επίθ και ουσ)
nordamericano (αρσ. επίθ και ουσ)
nordatlantico (επίθ.)
nordest, nord–est (ουσ αρσ )
nordeuropeo (αρσ. επίθ και ουσ)
nordico (ουσ αρσ )
nordico (επίθ.)
nordista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nord–ovest (ουσ αρσ )
nord–ovest (επίθ.)
nordvietnamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
noria (θηλ.ουσ)
Norimberga (κύρ.όν. θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---