Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nònno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɔnno]

ο παππούς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nonnino nonnulla  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nondimeno (σύνδ.)
none (θηλ. ουσ πληθ.)
nonetto (ουσ αρσ )
nonna (θηλ.ουσ)
nonnino (ουσ αρσ )
nonno (ουσ αρσ )
nonnulla (ουσ αρσ )
nono (τακτ. αριθμ. επίθ.)
nonostante (πρόθ.)
nonostante (σύνδ.)
nonpertanto (σύνδ.)
nonsenso (ουσ αρσ )
nontiscordardimé (ουσ αρσ )
nonviolenza (θηλ.ουσ)
norcineria (θηλ.ουσ)
norcino (αρσ. επίθ και ουσ)
nord (αρσ. επίθ και ουσ)
nordafricano (αρσ. επίθ και ουσ)
nordamericano (αρσ. επίθ και ουσ)
nordatlantico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---