Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnonétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [noˈnetto] 1 σύνολο μουσικό από εννέα όργανα 2 σύνθεση για εννέα όργανα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |