Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

libìdo (θηλ.ουσ) licenziaménto (ουσ αρσ )
lìbra (θηλ.ουσ) licenziàndo (αρσ. επίθ και ουσ)
libràio (ουσ αρσ ) licenziàre (ρ. μτβ.)
libràle (επίθ.) licenziarsi (ρ.μ. (αντων.))
libràrsi (ρ. μ. αμτβ.) licenziatàrio (ουσ αρσ )
libràrio (επίθ.) licenziàto (επίθ.)
libràta (θηλ.ουσ) licenziosità (θηλ.ουσ)
libratóre (ουσ αρσ ) licenzióso (επίθ.)
librazióne (θηλ.ουσ) licèo (ουσ αρσ )
librerìa (θηλ.ουσ) lichène (ουσ αρσ )
librésco (επίθ.) lìcia (θηλ.ουσ)
librettìsta (ουσ αρσ και θηλ.) lìcio (ουσ αρσ )
librétto (ουσ αρσ ) licitàre (ρ.αμτβ.)
libricino (ουσ αρσ ) licitazióne (θηλ.ουσ)
lìbro (ουσ αρσ ) licopòdio (ουσ αρσ )
licantropìa (θηλ.ουσ) licoressìa (θηλ.ουσ)
licàntropo (ουσ αρσ ) Licùrgo (κύρ.όν. αρσ.)
licàone, licaóne (ουσ αρσ ) lìdar (ουσ αρσ )
licàone, licaóne (επίθ.) liddìte (θηλ.ουσ)
licciaiòla (θηλ.ουσ) lìdia (θηλ.ουσ)
lìccio (ουσ αρσ ) lidico (ουσ αρσ )
liceàle (ουσ αρσ ) lidico (επίθ.)
liceàle (επίθ.) lìdio (ουσ αρσ )
liceità (θηλ.ουσ) lìdio (επίθ.)
licènza (θηλ.ουσ) lìdo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: