Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


libìdo  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [liˈbido]

1 σεξουαλική ορμή
2 λίμπιντο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  libidinoso libra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Libia (κύρ.όν. θηλ.)
libico (ουσ αρσ )
libico (επίθ.)
libidine (θηλ.ουσ)
libidinoso (επίθ.)
libido (θηλ.ουσ)
libra (θηλ.ουσ)
libraio (ουσ αρσ )
librale (επίθ.)
librarsi (ρ. μ. αμτβ.)
librario (επίθ.)
librata (θηλ.ουσ)
libratore (ουσ αρσ )
librazione (θηλ.ουσ)
libreria (θηλ.ουσ)
libresco (επίθ.)
librettista (ουσ αρσ και θηλ.)
libretto (ουσ αρσ )
libricino (ουσ αρσ )
libro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---