Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lìbico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlibiko]

Λίβυος

lìbico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlibiko]

λιβυκός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Libia libidine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

libertinaggio (ουσ αρσ )
libertino (αρσ. επίθ και ουσ)
libertismo (ουσ αρσ )
liberto (ουσ αρσ )
Libia (κύρ.όν. θηλ.)
libico (ουσ αρσ )
libico (επίθ.)
libidine (θηλ.ουσ)
libidinoso (επίθ.)
libido (θηλ.ουσ)
libra (θηλ.ουσ)
libraio (ουσ αρσ )
librale (επίθ.)
librarsi (ρ. μ. αμτβ.)
librario (επίθ.)
librata (θηλ.ουσ)
libratore (ουσ αρσ )
librazione (θηλ.ουσ)
libreria (θηλ.ουσ)
libresco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---