Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlìbico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈlibiko] Λίβυος lìbico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈlibiko] λιβυκός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |