Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


libratóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [libraˈtore]

ανεμόπτερο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  librata librazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

libraio (ουσ αρσ )
librale (επίθ.)
librarsi (ρ. μ. αμτβ.)
librario (επίθ.)
librata (θηλ.ουσ)
libratore (ουσ αρσ )
librazione (θηλ.ουσ)
libreria (θηλ.ουσ)
libresco (επίθ.)
librettista (ουσ αρσ και θηλ.)
libretto (ουσ αρσ )
libricino (ουσ αρσ )
libro (ουσ αρσ )
licantropia (θηλ.ουσ)
licantropo (ουσ αρσ )
licaone (ουσ αρσ )
licaone (επίθ.)
licciaiola (θηλ.ουσ)
liccio (ουσ αρσ )
liceale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---