Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlicàone, licaóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [liˈkaone], [likaˈone] 1 κυνηγετικό σκυλί της Αφρικής 2 ύαινα-σκύλος licàone, licaóne επίθετο Προσφορά I.P.A.: [liˈkaone], [likaˈone] Λυκάων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |