ItalianoGreco


licenziatàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [liʧentsjaˈtarjo]

1 αδειούχος
2 εξουσιοδοτημένος με έγκριση ή άδεια
3 κάτοχος αδείας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---