Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


licenziàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [liʧenˈtsjato]

1 διπλωματούχος
2 απόφοιτος
3 απολυμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  licenziatario licenziosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

licenziamento (ουσ αρσ )
licenziando (αρσ. επίθ και ουσ)
licenziare (ρ. μτβ.)
licenziarsi (ρ.μ. (αντων.))
licenziatario (ουσ αρσ )
licenziato (επίθ.)
licenziosità (θηλ.ουσ)
licenzioso (επίθ.)
liceo (ουσ αρσ )
lichene (ουσ αρσ )
licia (θηλ.ουσ)
licio (ουσ αρσ )
licitare (ρ.αμτβ.)
licitazione (θηλ.ουσ)
licopodio (ουσ αρσ )
licoressia (θηλ.ουσ)
Licurgo (κύρ.όν. αρσ.)
lidar (ουσ αρσ )
liddite (θηλ.ουσ)
lidia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---