ItalianoGreco


licenziaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [liʧentsjaˈmento]

1 διώξιμο
2 αποπομπή
3 πέταγμα με τις κλοτσιές
4 σχόλασμα
5 απόλυση
6 άγριο διώξιμο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---