Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


licopòdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [likoˈpɔdjo]

λυκοπόδιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  licitazione licoressia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lichene (ουσ αρσ )
licia (θηλ.ουσ)
licio (ουσ αρσ )
licitare (ρ.αμτβ.)
licitazione (θηλ.ουσ)
licopodio (ουσ αρσ )
licoressia (θηλ.ουσ)
Licurgo (κύρ.όν. αρσ.)
lidar (ουσ αρσ )
liddite (θηλ.ουσ)
lidia (θηλ.ουσ)
lidico (ουσ αρσ )
lidico (επίθ.)
lidio (ουσ αρσ )
lidio (επίθ.)
lido (ουσ αρσ )
lied (ουσ αρσ )
liederistico (επίθ.)
Liegi (κύρ.όν. θηλ.)
lietamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---