ItalianoGreco


lìdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlidjo]

κάτοικος της Λυδίας

lìdio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlidjo]

ο της Λυδίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---