Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlievitàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ljeviˈtare] 1 φουσκώνω (για ζύμη) 2 αυξάνομαι 3 ανεβαίνω (για ζύμη) 4 βράζω (σε ζύμωση) lievitàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ljeviˈtare] 1 ζυμώνω 2 βάζω μαγιά για φούσκωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |