Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lievitazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ljevitatˈtsjone]

1 πρόσθετη ουσία για φούσκωμα ζύμης
2 ζύμωση
3 φούσκωμα (ζύμης)
4 αύξηση
5 ανέβασμα (ζύμης)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lievitare lievito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lieve (επίθ.)
lievemente (επίρ.)
lievità (θηλ.ουσ)
lievitare (ρ.αμτβ.)
lievitare (ρ. μτβ.)
lievitazione (θηλ.ουσ)
lievito (ουσ αρσ )
lift (ουσ αρσ )
ligio (επίθ.)
lignaggio (ουσ αρσ )
ligneo (επίθ.)
lignificare (ρ. μτβ.)
lignificarsi (ρ. μ. αμτβ.)
lignificazione (θηλ.ουσ)
lignina (θηλ.ουσ)
lignite (θηλ.ουσ)
ligure (ουσ αρσ και θηλ.)
ligure (επίθ.)
ligustro (ουσ αρσ )
liliaceo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---