Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lignàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [liɲˈɲadʤo]

1 σειρά
2 γενιά
3 γενεαλογία
4 σειριά
5 καταγωγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ligio ligneo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lievitare (ρ. μτβ.)
lievitazione (θηλ.ουσ)
lievito (ουσ αρσ )
lift (ουσ αρσ )
ligio (επίθ.)
lignaggio (ουσ αρσ )
ligneo (επίθ.)
lignificare (ρ. μτβ.)
lignificarsi (ρ. μ. αμτβ.)
lignificazione (θηλ.ουσ)
lignina (θηλ.ουσ)
lignite (θηλ.ουσ)
ligure (ουσ αρσ και θηλ.)
ligure (επίθ.)
ligustro (ουσ αρσ )
liliaceo (επίθ.)
liliale (θηλ. επίθ και ουσ)
lilla (ουσ αρσ )
lilla (επίθ.)
lillà (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---