Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Αποσαφήνιση


Η αναζήτηση σας έδωσε περισσότερα αποτελέσματα:
  • lìlla (ουσ αρσ ) colore
  • lillà (ουσ αρσ ) albero ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ


lillà  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lilˈla]

1 (colore) το λιλά
2 botanica η πασχαλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lilla lillipuziano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ligustro (ουσ αρσ )
liliaceo (επίθ.)
liliale (θηλ. επίθ και ουσ)
lilla (ουσ αρσ )
lilla (επίθ.)
lillà (ουσ αρσ )
lillipuziano (αρσ. επίθ και ουσ)
lima (θηλ.ουσ)
limaccia (θηλ.ουσ)
limaccio (ουσ αρσ )
limaccioso (επίθ.)
limare (ρ. μτβ.)
limarsi (ρ.μ. (αντων.))
limatore (αρσ. επίθ και ουσ)
limatrice (θηλ.ουσ)
limatura (θηλ.ουσ)
limbo (ουσ αρσ )
limetta (θηλ.ουσ)
limicolo (επίθ.)
limine (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---