Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlìma
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈlima] η λίμα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαlima [θηλ.] per unghie = η λίμα νυχιών Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |