Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


limétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [liˈmetta]

1 γλυκολεμονιά citrus aurantifolia
2 γλυκολέμονο citrus aurantifolia
3 λίμα για τα νύχια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  limbo limicolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

limarsi (ρ.μ. (αντων.))
limatore (αρσ. επίθ και ουσ)
limatrice (θηλ.ουσ)
limatura (θηλ.ουσ)
limbo (ουσ αρσ )
limetta (θηλ.ουσ)
limicolo (επίθ.)
limine (ουσ αρσ )
limitabile (επίθ.)
limitabilità (θηλ.ουσ)
limitaneo (επίθ.)
limitare (ουσ αρσ )
limitare (ρ. μτβ.)
limitarsi (ρ.μ. (αντων.))
limitatamente (επίρ.)
limitatezza (θηλ.ουσ)
limitativo (επίθ.)
limitato (επίθ.)
limitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
limitazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---