ItalianoGreco


limitazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [limitatˈtsjone]

1 συμμάζεμα
2 σύμπτυξη
3 περιορισμός
4 ελάττωση
5 περιστολή
6 στένεμα
7 συγκράτηση
8 χαλιναγώγηση
9 μετριασμός
10 έλεγχος περιορισμού
11 μάντρισμα
12 περικοπή
13 σφίξιμο
14 όριο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---