Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


limnologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [limnoloˈʤia]

λιμνολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  limitrofo limnologo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

limitato (επίθ.)
limitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
limitazione (θηλ.ουσ)
limite (ουσ αρσ )
limitrofo (επίθ.)
limnologia (θηλ.ουσ)
limnologo (ουσ αρσ )
limo (ουσ αρσ )
limonaia (θηλ.ουσ)
limonaio (ουσ αρσ )
limonare (ρ.αμτβ.)
limonata (θηλ.ουσ)
limone (ουσ αρσ )
limoneto (ουσ αρσ )
limonicolo (επίθ.)
limonite (θηλ.ουσ)
limosino (αρσ. επίθ και ουσ)
limosità (θηλ.ουσ)
limoso (επίθ.)
limpidamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---