Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlimóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [liˈmoso], [liˈmozo] 1 γλιτσιασμένος 2 παχύρρευστος 3 γλοιώδης 4 λασπωμένος 5 γλιστερός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |