Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlinaiòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [linaˈjɔlo] 1 εργάτης που επεξεργάζεται λινάρι 2 έμπορος λινών ή κουρτινών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |