ItalianoGreco


lineàre  
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [lineˈare]

1 ακλόνητος
2 σταθερός
3 γραμμικός
4 συνεπής λογικά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---